- κόρυζα
- Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό, πονοκέφαλο και χαρακτηριστικό υδαρές ρινικό έκκριμα. Μπορεί να είναι αλλεργικής, χημικής, ιογενούς ή άλλης αιτιολογίας. Η παραρινοκολπίτιδα και η μέση ωτίτιδα είναι οι κυριότερες επιπλοκές της. Είναι λοιμώδης και μεταδοτική ασθένεια, πολλές φορές μάλιστα εξαπλώνεται από τις ρινικές κοιλότητες, στον φάρυγγα και στους βρόγχους και προκαλεί οξεία βρογχίτιδα. Η κ. παρατηρείται και σε όλα τα οικιακά ζώα και είναι συνηθισμένη αρρώστια του λαιμού και του πεπτικού συστήματος των πουλερικών. Χαρακτηρίζεται από μια λευκή, τεφρόχρωμη ή υποκίτρινη μεμβράνη, που περιβάλλει τη βάση της γλώσσας και εμποδίζει τα πουλιά να πιουν οτιδήποτε και να βγάλουν τη συνηθισμένη τους φωνή. Η κ. είναι γνωστή στους αγρότες, ιδίως παλαιότερα, και θεραπεύεται με το κόψιμο της γλώσσας των πουλερικών. Για την αποθεραπεία της κ., είναι απαραίτητο να αλείφεται η γλώσσα και το στόμα των πουλερικών με διάλυμα χλωρικού καλίου ή με βάμμα ιωδίου αραιωμένου με γλυκερίνη. Η κ. εμφανίζεται επίσης στα βοοειδή και είναι γενική, λοιμώδης αρρώστια και συχνά μεταδοτική. Οφείλεται σε υπεριό και τα κυριότερα συμπτώματά της είναι υψηλός πυρετός (41-42°C), απότομη πτώση κατά τη δεύτερη ή τρίτη μέρα (σε περίπτωση θανατηφόρας μορφής), εξάντληση, φωτοφοβία, διάχυτη κερατίτιδα, διατάραξη του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος, εξανθήματα και σπάνιες νευρικές κρίσεις. Η αρρώστια αυτή συνήθως καταλήγει στον θάνατο. Γι’ αυτό, απαιτείται απομόνωση των άρρωστων ζώων και γενική απολύμανση του χώρου όπου ζουν. Η κ. προσβάλλει και τα πρόβατα, αλλά σε ελαφρύτερη μορφή.
* * *η (ΑM κόρυζα)1. ρινικός κατάρρους, κρυολόγημα με καταρροή, συνάχι2. η βλέννα τής μύτης, η μύξα («κορύζης μὲν τὴν ῥῑνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν ὄντα», Λουκιαν.)νεοελλ.λοιμώδης νόσος τών βοοειδώννεοελλ.-μσν.νόσος που προσβάλλει τα πουλερικάαρχ.βλακεία, ανοησία («κενοδοξία καὶ τῦφος καὶ πολλὴ κόρυζα», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αγγλοσαξ. hrot «βλέννα, μύξα», το αρχ. άνω γερμ. (h)roz «μύξα» και με ρ. όπως το αγγλοσαξ. hrūtan και το αρχ. άνω γερμ. hruzzan με σημ. «γρυλλίζω, ροχαλίζω». Η γλώσσα τού Ησυχίου «κόρυζα·...περὶ κεφαλὴν πάθος» δεν δικαιολογεί σύνδεση με το κόρυς. Αν τέτοια σύνδεση υπήρχε στο γλωσσικό αίσθημα τών Αρχαίων, θα πρέπει να ήταν παρετυμολογική.ΠΑΡ. αρχ. κορυζάς, κορυζώ, κορυζώδηςμσν.κορυζιάρηςνεοελλ.κορυζιάζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κορυζοποιώ. (Β' συνθετικό) αρχ. βουκόρυζα].
Dictionary of Greek. 2013.